ἐλεούς

ἐλεούς
ἐλεός
kitchen table
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἐλέους — Ἔλεος masc acc pl Ἔλεος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέους — ἔλεος pity neut gen sg (attic epic doric) ἔλεος pity masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδελφών Ελέους, μονή — Ονομασία μοναστηριών που ανήκουν στην Καθολική Εκκλησία. 1. Γυναικείο μοναστήρι στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ιδρύθηκε το 1856. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Στο μοναστήρι λειτουργεί γυμνάσιο. Ιδρύθηκε το 1886. 3. Γυναικείο… …   Dictionary of Greek

  • Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… …   Dictionary of Greek

  • Σαροντόν, Ενγκεράν — (Charonton). Γάλλος ζωγράφος (1410 ;) για τον οποίο δεν υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία. Είναι ωστόσο εξακριβωμένο ότι το 1452 εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν, όπου φιλοτέχνησε σε συνεργασία με τον Π. Βιλάτ, έναν πίνακα με τον τίτλο «Η Παναγία του… …   Dictionary of Greek

  • Τίρσο ντε Μολίνα — (Tirso de Molina, ψευδώνυμο του Fray Gabriel Tellez, Μαδρίτη 1584; – Αλμαθάν, Σόρια 1648). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλκαλά ντε Ενάρες και μπήκε στο μοναχικό τάγμα των αδελφών του Ελέους. Έμεινε μερικά χρόνια στη …   Dictionary of Greek

  • έλεος — το ελέους, πληθ. ελέη,1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, πονοψυχιά. 2. φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, βοήθημα: Αδερφές του ελέους. 3. απόλυτη διάθεση, αυθαίρετη θέληση: Οι άμαχοι βρέθηκαν στο έλεος των κατακτητών. 4. ούτε ελάχιστο, ούτε όσο αρκεί για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Magnificat — For other uses, see Magnificat (disambiguation). The Visitation in the Book of Hours of the Duc de Berry; the Magnificat in Latin The Magnificat (Latin: [My soul] magnifies) also known as the Song of Mary or the Canticle of Mary is a canticle… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”